- προμηχανώμαι
- -άομαι, Αεπινοώ, εφευρίσκω κάτι εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μηχανῶμαι «επινοώ, τεχνάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμηχανουργώ — έω, Μ προμηχανῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μηχανή + ουργῶ (< ουργός < ἔργον)] … Dictionary of Greek